εξάγω κλίση, εξάγω συμπέρασμα, εξάγω εξαγάγω, εξάγω συνόνυμα, εισάγω συνώνυμο, εξάγω βικιλεξικο, εξάγω εξάγεισ εξάγει, εξάγω ορισμός, εξάγω στα αγγλικά, ρήμα εξάγω
φροντίδα κοινός χορωδία κεραία βράζω θηλάζω αέρας αμύγδαλο βρέχω εικόνα βλέπω αναπηδώ ήττα δέχομαι στρουθοκάμηλος μέση χτυπώ βανίλια κολλητικός βουλώνω