lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: εξασθένηση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
attenuation, enervation, impairment, labefaction, languor, qualm, relaxation, remission, weakness
εξασθένηση
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
malátnost, mdlo, nevolnost, ochabování, oslabení, slabost, slabůstka, snížení, vyčerpanost, vyčerpání, zeslabení, zmenšení, zředění, útlum
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abschwächung, abspannung, dämpfung, entkräftung, schwachheit, schwäche, schwächung
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
amortiguación, atenuación, debilidad, debilitamiento, delicadez, delicadeza, depauperación, descaecimiento, desfallecimiento, enervación, extenuación, flaqueza
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
abattement, affaiblissement, affaissement, alanguissement, amollissement, atténuation, débilitation, défaillance, faiblesse, langueur, malaise, obscurcissement, prostration, étiolement
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
acciacco, attenuazione, debolezza, fiacchezza, indebolimento, languore
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ослабление, расслабление, расслабленность, слабость
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avmattning
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dobësi
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
расслабленне, слабасць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kaiho
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
slabost, smanjenje
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
bágyadtság, elerőtlenedés, gyengeség
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
languidez
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
безсилля, вада, водянистість, кволість, крихкість, послаблення, релаксація, розрідженість, розслаблення, слабкість, слабість, убогість
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
osłabienie

Σχετικές λέξεις

εξασθένηση συνώνυμο, εξασθένηση στοιβάδας όζοντος, εξασθένηση της στιβάδας του όζοντος, εξασθένηση γραμμής, εξασθένηση μνήμης, εξασθένηση των σφιγκτήρων μυών, εξασθένηση ήχου, εξασθένηση σήματος, εξασθένηση του ήχου, εξασθένηση ανοσοποιητικού