lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: εξομοιώνω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
absorb, assimilate, imbibe, imbue, liken, swallow
εξομοιώνω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
absorbovat, asimilovat, pohlcovat, pohltit, pít, přizpůsobit, strávit, vpít, vstřebat, vstřebávat
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
absorbieren, assimilieren, aufsaugen, schlucken
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
absorbere
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
absorber, asemejar, asimilar, embeber, sorber
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
absorber, assimiler, humer, résorber
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
assimilare, assorbire
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
absorbere, oppsuge
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ассимилировать, вбирать, впитывать, уподоблять
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
absorbera
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
absorboj, thith
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
параўноўваць, прыпадабняць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
imeä
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
absorver, assimilar, embeber
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
асимілювати, асимілюватися, засвойтеся, засвоювати, засвоїти, прирівнювати, прирівняти, уподібнювати
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
asymilować, upodabniać, wchłaniać, zasymilować

Σχετικές λέξεις

αφομοιώνω συνώνυμο, εξομοιώνω αντωνυμο