lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: επένδυση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
asset, contribution, deposit, inlay, input, investing, investment, refill, stake
επένδυση
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
investice, nános, obklíčení, obležení, přínos, příspěvek, sázka, vklad
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anlage, beitrag, einlage, investition, kapitalanlage, mine
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
bidrag, investering, væddemål
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aportación, contribución, depósito, empleo, inversión
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
apport, collaboration, contribution, enjeu, fournissement, investissement, mise, placement, écot
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
contributo, investimento, scommessa
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bidrag, innsats, investering, pengeplassering, veddemål
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вклад, инвестиция, лепта, пожертвование
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
инвестиция
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
уклад, інвестыцыя
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
investointi, panos, sijoitus
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prilog
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
befektetés, beruházás, betét, hozzájárulás, tét
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
investicija, įnašas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
depósito
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
contribuţie
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
введення, ввід, вклад, вкладання, вкладення, внесення, внесок, володіння, вхід, відведення, депозит, депозитний, депонувати, дотація, завдатковий, завдаток, затрати, каплиця, контрибуція, наділення, пожертва, пожертвування, позбавлення, проведення, споживання, суміщення, утримування, холдинг, холдинговий, холдінг, інвестиційний, інвестиція, інвестиції
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
inwestowanie, inwestycja, wkład

Σχετικές λέξεις

επένδυση τοίχου, επένδυση πέτρας, επένδυση αξίας, επένδυση τζακιου, επένδυση συνώνυμο, επένδυση χρημάτων, επένδυση greenfield, επένδυση τιμονιού, επένδυση σκάλας, επένδυση στο ελληνικό