lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: επίβλεψη

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
custody, oversight, scrutiny, superintendence, supervision, surveillance, ward, watchdog
επίβλεψη
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dohled, dozor, kontrola
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aufsicht, kontrolle, überwachung
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
eftersyn, tilsyn
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cuidado, inspección, supervisión
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
contrôle, supervision, surveillance
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
controllo, sorveglianza, supervisione
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ettersyn, kontroll, oppsikt, overoppsyn, overvåking, tilsyn
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
досмотр, наблюдение, надзор, надсмотр
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tillsyn, uppsikt
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
наблюдение
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
нагляд
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
valvonta
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
ellenőrzés, felvigyázás, felügyelet
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
custodia
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
nadzór

Σχετικές λέξεις

επίβλεψη συνώνυμα, επίβλεψη μηχανολογικών εγκαταστάσεων, επίβλεψη στα αγγλικά, επίβλεψη μηχανικού, επίβλεψη δημοσίων έργων, επίβλεψη οικοδομής, επίβλεψη στατικών, επίβλεψη λειτουργίας, επίβλεψη έργου, επίβλεψη μελέτης