lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: επίδεσμος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bandage, binding, dressing, ligature, swathe
επίδεσμος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
bandáž, obinadlo, obvaz, pruh, páska
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bandage, binde, verband, wundverband
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
bandage, bind, bindsel, forbinding
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
apósito, faja, hila, venda, vendaje
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bandage, bande, pansement
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
benda, bendatura, fascia, fasciatura, medicazione
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bandasje, bind, binda, bindsel, forbinding, gasbind, linda
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бинт, перевязка
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bandage, bind, binda, bindel, förband, förbinda, linda
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бинт
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
бандаж, бінт
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zavoj
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
kötszer, kötés, pólya
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
tvarstis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
atadura, ligadura, penso, venda
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
pansament
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
bandáž
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бандаж, бинт, смужка
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
bandaż, opatrunek

Σχετικές λέξεις

επίδεσμος γονάτου, επίδεσμος καρπού, επίδεσμος ώμου, επίδεσμος αγγλικά, επίδεσμος χεριού, επίδεσμος αγκώνα, επίδεσμος αστραγάλου, επίδεσμος αράχνη, επίδεσμος τιμή, επίδεσμος σε μορφή σπρέι