lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: επαγωγή

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
induction
επαγωγή
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
indukce
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
induktion
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inducción
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
induction, self-induction
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
induzione
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
induksjon
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
индукция
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
індукцыя
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
induktio
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
indukció, áramgerjesztés
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
індукція
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
indukcja

Σχετικές λέξεις

επαγωγή ετυμολογία, επαγωγή της κληρονομίας, επαγωγή συνώνυμο, επαγωγή κουζίνα, επαγωγή φιλοσοφία, επαγωγή όρκου, επαγωγή και παραγωγή, επαγωγή ασκήσεις, επαγωγή στην πολυπλοκότητα, επαγωγή θερμότητας