lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: επαφή

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
abut, connection, contact, intercourse, jack, socket, switch, tangency, touch
επαφή
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dotknutí, dotyk, kontakt, spojení, styk
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
berühren, berührung, fühlung, kontakt, verbinden, verbindung
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
berøring, kontakt, tangere
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
comercio, contactar, contacto, tocarse
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aboucher, abuter, contact, contacter, contiguïté, coïncider, joindre, tangence
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
contatto
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
berøring, kontakt, stikk-kontakt, tangere
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
контакт, соприкосновенность
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
beröring, kontakt, tangera
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
кантакт
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kosketus
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
csatlakozó, kapcsolat, érintkezni, érintkezés
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
kontaktas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
contactar, contacto
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
kontakt
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
контакт, контактна, контактний, контактувати, кін-такт
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
kontakt, styczność, stykać

Σχετικές λέξεις

επαφή συνώνυμα, επαφή τέταρτου τύπου, επαφή σειρά, επαφή mega, επαφή 4ου τύπου, επαφή pn, επαφή με τουσ νεκρούσ, επαφή με τους νεκρούς 3, επαφή με τους νεκρούς alpha, επαφή και σύλληψη