lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: επηρεάζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
act, actuate, affect, effect, get, got, influence, steam, stream, sway
επηρεάζω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
jednat, ovlivnit, ovlivňovat, proudit, působit, zapůsobit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beeinflussen, einfließen, eingehen, eingewirkt, einwirken, wirken
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
akt, berøre, handle, påvirke, virke
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desaguar, desembocar, influir, pesar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
affluer, agir, influencer, influer, réagir, solliciter
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
agire, influenzare, influire
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
akt, berøre, handla, påverka, påvirke, verka, virke
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
влиять, воздействовать, вплывать, втекать, наплывать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
afficiera, akt, berörde, göra, handla, influera, inflytande, inverka, inverkan, mynna, påverka, verka
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
паўплываць, уздзейнічаць, уплываць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vaikuttaa
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
influenciar, influir
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вадити, взаємодійте, впливати, завадити, маніпулювати, орудувати, прикиньтеся
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
oddziaływać, wpływać

Σχετικές λέξεις

επηρεάζω συνωνυμα, επηρεάζω επιρροή, επηρεάζω ετυμολογία, επηρεάζω in english