lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: επιστάτης

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
attendant, beadle, bumble, caretaker, concierge, crier, custodian, door-keeper, doorkeeper, guard, guardian, jailer, janitor, keeper, porter, turnkey, usher, warden, warder, watcher, watchman
επιστάτης
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
domovník, dozorce, kustod, opatrovník, pedel, strážce, vrátný, věznitel, školník, žalářník
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aufpasser, aufseher, gefängniswärter, hausmeister, hüter, portier, wächter, wärter
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
dørvogter, forsvarer, portner, portør
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
alguacil, bedel, conserje, guarda, guardián, portero
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
appariteur, argousin, audiencier, cerbère, concierge, garde-pêche, gardien, geôlier, guichetier, hallier, huissier, portier
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bidello, carceriere, custode, guardiano, portiere, portinaio, usciere
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
oppsynsmann, portner, vaktmester
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дворник, досмотрщик, курьер, надзиратель, привратник, смотритель, сторож, швейцар
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
patrull, portvakt, vaktmästare, vårdare
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
апякун, вартаўнік, дазорац, дворнік, наглядчык
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kaitsja, uksehoidja, valvur
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hoitaja, ovenvartija, suojelija, talonmies, vartija
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
čuvar
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
ajtónálló, cerberus, felügyelő, hivatalsegéd, házmester, kapus, portás, őr
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
durininkas, gynėjas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
guarda, guardiãs, porteiro
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
portar
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
školník
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
воротар, годинник, губернатор, двірник, дивитися, доглядач, наглядач, охоронець, пильнувати, прибиральник, спостерігати, спостерігач, сторож, швейцар
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
dozorca, stróż, woźny

Σχετικές λέξεις

επιστάτης κιμούλης, επιστάτης θέατρο, επιστάτης κιμούλης αθηνόραμα, επιστάτης σχολείου, επιστάτης σε τροπικό νησί, επιστάτης καθαριότητας, επιστάτης στα αγγλικά, ο επιστάτησ, αυτόματος επιστάτης, σχολικός επιστάτης