lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: επιτάχυνση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
acceleration, pickup, precipitation, speedup
επιτάχυνση
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
akcelerace, urychlení, uspíšení, zrychlení, zrychlování
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beschleunigen, beschleunigung
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
acceleration
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aceleración, acelerada, activar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
accélération
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
accelerazione
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ускорение
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
acceleration
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ускорение
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
паскарэнне
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kiirendus
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kiihdytys
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
pagreitis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acelerada
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
навальність, пожвавлення, прискорення, пришвидшення, скочити, стрибати, стрибнути, стрибок
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
przyspieszenie

Σχετικές λέξεις

επιτάχυνση σεισμού, επιτάχυνση βαρύτητας, επιτάχυνση τύπος, επιτάχυνση μεταβολισμού, επιτάχυνση υπολογιστή, επιτάχυνση σεισμού κεφαλονιάς, επιτάχυνση της βαρύτητας στη σελήνη, επιτάχυνση coriolis, επιτάχυνση υλικού windows 7, επιτάχυνση εδάφους