lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: επιτήδευση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
affectation, assumption, dissimulation, falseness, feint, game, pretence, pretender, refer, sham, simulation
επιτήδευση
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
afektovanost, fingování, finta, přetvářka, simulace, skrývání, strojenost, úskok
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
affektiertheit, künstelei, pose, simulation, verstellung
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
simulation, simulering
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
afectación, disfraz, simulación, treta
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
affectation, cant, dissimulation, déguisement, faux-semblant, feinte, marivaudage, momerie, précieux, simagrée, simulacre, simulation
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
enfasi, finta
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
simulering
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
аффектация, симуляция
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tillgjordhet
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
tettetés
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
imitacija
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
simulação, treta
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
prefăcătorie
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
afektacja, udawanie

Σχετικές λέξεις

επιτήδευση συνώνυμα, επιτήδευση συνώνυμο