lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: εστία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bonfire, camp-fire, campfire, fireplace, focus, grate, hearth
εστία
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
fokus, krb, ložisko, oheň, ohnisko, ohniště, topeniště
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
brennpunkt, feuer, fokus, freudenfeuer, herd, kamin
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
arnested, bål, fokus, hjem, ildsted, kamin
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
chimenea, foco, fogata, hogar, hoguera
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
feu, foyer, âtre
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
focolaio, focolare, fuoco
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
brennpunkt, bål, fokus, hjem, ildsted, peis
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
горнило, камин, костёр, очаг, фокус
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bål, eldhärd, fokus, härd
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
oxhak, vatër
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
асяродак, ачаг
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
fookus, kamin, kolle
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
arina, polttopiste
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ognjište, vatra, žarište
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
fókusz
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
ugnis, židinys
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
chaminé, foco, fogaça, lareira
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
oheň
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вогнище, горно, камін, парник, піч, радіатор, фокус
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
ognisko

Σχετικές λέξεις

εστία νέας σμύρνης, εστία ηράκλειο, εστία ειδικής επαγγελματικής αγωγής, εστία ναυτικών, εστία υγραερίου, εστία εκδόσεις, εστία κοριτσιού φιλοθέη η αθηναία, εστία γκαζιού, εστία καρδίτσα, εστία πανεπιστημίου πατρών