lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: εφημέριος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
curate, parson, rector, vicar
εφημέριος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
farář, kaplan, pastor
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hilfspfarrer, kaplan, pastor, pfarrer, vikar
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
kapellan, præst, sognepræst
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cura, párroco, rector, vicario
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cure, curé, pasteur, pennes, pléban, vicaire
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
parroco
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kapellan, prestemann
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
викарий, кюре
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kyrkoherde
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
викарий
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
вікарый
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kirkkoherra
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vikar, župnik
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
klebonas, kunigas, pastorius
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cura, pároco, vigário
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
pastor
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вікарій
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
pleban, proboszcz, wikary

Σχετικές λέξεις

εφημέριος ορισμός, εφημέριος περιοδικό, εφημέριος english, εφημερίδα εφημέριος