lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ζεσταίνω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bask, heat, sun, warm
ζεσταίνω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dohřát, hřát, ohřát, ohřívat, rozehřát, rozpálit, topit, vyhřívat, vytápět, zahřát, zahřívat, zapálit, zatopit, zatápět
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anfeuern, anwärmen, aufwärmen, erhitzen, erwärmen, heizen, wärmen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
fyre, varme
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
abrigar, alentar, caldear, calentar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bassiner, chauffer, enflammer, réchauffer, échauffer
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
riscaldare, scaldare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
elda, fyre, oppvarme, varme
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
греть, нагреть, обогревать, прогореть, согревать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
elda, uppvärma, värma
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ngroh
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kiihdyttää, lämmittää
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
grijati
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
felmelegíteni, megmelegíteni, melegíteni
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aquecer, caldear
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
grzać, nagrzać, ogrzewać, zagrzewać

Σχετικές λέξεις

ζεσταίνω το πρωινο σου, ζεσταίνω προστακτικη, ζεσταίνω ρήμα, ζεσταίνω αόριστος