lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ζευγάρι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
couple, damp, dyad, match, pair, peer, reek, steam, twosome, vapour
ζευγάρι
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dvojice, pár, pára, párek
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dampf, dunst, duo, gespann, gleichrangige, paar, pärchen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
damp, dunst, elm, em, kobbel, par, ægtepar
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
humo, par, pareja, vaho, vapor, yunta
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
buée, couple, pair, paire, pairesse, vapeur
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
coppia, paio, pariglia, vapore
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
damp, dunst, eim, kobbel, par, ånda
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пар
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
damp, dunst, elm, imma, par, ånga
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
avull, çift
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изпарение, пара
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
aur
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
huuru, höyry, löyly, pari
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
par, para
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
gőz, házaspár, pár, pára
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
garas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
casal, par, parelha, vapor
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
par
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
pár
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
двійка, змагання, матч, пар, пара, пари, пару, пасувати, пі-ара, підвіска, рівня, співробітник, сірник, тет-а-тет, товариш
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
para

Σχετικές λέξεις

ζευγάρι για ζευγάρι, ζευγάρι δικαστών, ζευγάρι εκτοξεύεται στον αέρα μετά από τροχαίο, ζευγάρι darlington, ζευγάρι έκανε σeξ σε κεντρικό δρόμο, ζευγάρι δικαστών θεσσαλια, ζευγάρι έκανε σeξ σε κεντρικό δρόμο περαστικός ανέβασε το βίντεο στο youtube, ζευγάρι δράμια, ζευγάρι έκανε σeξ σε koinh θεα το βίντεο κάνει το γύρο του διαδικτύου, ζευγάρι έκανε σeξ σε koinh θεα