lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ζώο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
animal, beast, bestial, brute, yahoo
ζώο
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
animální, bestiální, zvíře, zvířecí, živočich, živočišný
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
animalisch, bestie, biest, kreatur, miststück, tier, tierchen, tierisch, vieh
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
bevist, dyr, dyrisk, væsen
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
animal, bestia, bestial, brutal, criatura, fiera
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
animal, animalesque, bestial, bête, carcasse, confier, féroce, mesmérisme
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
animale, animalesco, belva, bestia, bestiale
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
animal, beist, best, dyr, dyrisk, flæ
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бестия, доверь, животное, животный, звериный, зверский, зверь, скотина
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
animal, best, djur, fä, odjur
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kafshë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
животно
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
жывёла, жывёльны, звер, шэльма
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
elajas, loom
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
elukka, eläimellinen, eläin, petomainen
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
životinja, životinjski
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
állat
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
gyvulys, gyvūnas, žvėris
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alijaria, alimária, animal, besta, bestial, bicho, brutal, bruto, criatura, hiena
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
animal, bestie
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
žival
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бестія, звір, переслідувати, полювання, тварина, тваринне, тваринний, тварину
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
bestia, bydlak, zwierz, zwierzak, zwierzęcy

Σχετικές λέξεις

ζώο από η, ζώο από ω, ζώο απο ι, ζώο από υ, ζώο από ν, ζώο απο ξ, ζώο από ωμέγα, ζώο από ζ, ζώο από τ, ζώο απο ρ