lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ηλεκτρολόγος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
electrician
ηλεκτρολόγος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
elektrikář
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
elektriker, elektrotechniker
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
elektriker, montør
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
electricista
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
électricien
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
elettricista
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
elektriker, montør
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
montör
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sähkömies
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
villanyszerelő
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
electricista
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
elektrotechnik
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
електрик, електротехнік
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
elektrotechnik, elektryk

Σχετικές λέξεις

ηλεκτρολόγος μηχανικός, ηλεκτρολόγος αυτοκινήτων, ηλεκτρολόγος αμπελόκηποι, ηλεκτρολόγος καλλιθέα, ηλεκτρολόγος μηχανικός τε, ηλεκτρολόγος παγκράτι, ηλεκτρολόγος χαριλάου τρικούπη, ηλεκτρολόγος μαρούσι, ηλεκτρολόγος αθήνα, ηλεκτρολόγος μηχανικός θέσεις εργασίας