lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: θανάσιμος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
deadly, deathly, fatal, lethal, mortal, mortality, terminal
θανάσιμος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
fatální, hrozný, osudný, osudový, smrtelník, smrtelný, strašný, vražedný, zhoubný
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einzelperson, individuum, mensch, person, sterbend, sterblich, sterbliche, sterblicher, tödlich
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
drejende, dødelig, individ, person
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
asesino, fatal, letal, mortal, mortífero, persona
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fatal, funeste, meurtrier, mortel
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fatale, letale, micidiale, mortale
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
drepende, dødelig, individ
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
летальный, смертелен, смертельный, смертен, смертный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dödlig
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
смертны, смяротны
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
surelik
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kohtalokas, kuolettava, kuolevainen
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
fatális, halandó, halálos
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
asmuo, žmogus
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
letal, mortal, mortífero, persigna, pessoa
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вмирущий, дикий, згубний, земля-внесений, неминучий, смертельний, смертний, фатальний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
śmiertelnik, śmiertelny

Σχετικές λέξεις

θανάσιμοσ επισκέπτησ, θανάσιμος επισκέπτης imdb, θανάσιμος τραυματισμός 65χρονου στη νάξο, θανάσιμος τραυματισμός στελέχους του πν, θανάσιμος αυτοτραυματισμός οπλίτη, θανάσιμος παραμύθι lyrics, θανάσιμος τραυματισμός στρατιώτη, θανάσιμος παραμυθάκι