lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: θαυμαστής

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
admirer, adorer, aficionado, devotee, lover
θαυμαστής
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
ctitel, milenec, milovník, nadšenec, obdivovatel
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anbeter, fan, liebhaber, verehrer
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
elsker
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
admirador, adorador
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
admirateur, adorateur, amoureux, enthousiaste, soupirant
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
adoratore, ammiratore, innamorato, veneratore
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
elsker
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вздыхатель, обожатель, поклонник, почитатель
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
adhuronjës
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
паклоннік
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ihailija
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
obožavatelj
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
bámuló, hódoló, imádó, rajongó, tisztelő
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
admirador, adorador
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
iubit
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
аматор, залицяльник, коханець, коханий, коханка, любитель, поклонник, співробітник, товариш, франт, хлопець, шанувальник
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
adorator, wielbiciel

Σχετικές λέξεις

θαυμαστής χούφτωσε την beyoncé σε συναυλία της, θαυμαστής συνώνυμο