lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: θηλάζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
feed, nourish, nurture, suckle
θηλάζω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
kojit, krmit, napájet, stravovat, vychovat, vykrmit, vyživovat, zásobovat, živit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
füttern, gefüttert, nähren, speisen, säugen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
dia, die, ernære, fodre, mama, mate, nære
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
alimentar, amamantar, cebar, comer, criar, lactar, mantener, nutrir
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
alimenter, allaiter, appâter, embecquer, engaver, nourrir, repaître, sustenter
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
alimentare, allattare, imboccare, nutrire, pascere
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
amma, dia, die, ernære, fø, mata, mate, nære
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вскармливать, кормить
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
amma, dia, fodra, mata
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
гадаваць, карміць, харчаваць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
imetama
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
elättää, imettää, ravita
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
etetni, táplálni
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alimentar, amamentar, cear, comer, criar, nutrir, sustentar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
борошно, годувальниця, годувати, годуватися, живлення, живіть, зачепіть, кормити, медсестра, нагодувати, нянька, няньчити, пастися, страва, харчувати, харчуйтеся, їжа
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
karmić