lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: θηλαστικό

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
mammal
θηλαστικό
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
savec
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
säugetier
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
pattedyr
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mamífero
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
mammifère
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mammifero
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
pattedyr
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
млекопитающее, млекопитающий
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
däggdjur
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
nisäkäs
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
emlős
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mamífero
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
cicavec
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
звір, ссавець, тварина, тваринний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
ssak

Σχετικές λέξεις

θηλαστικό που γεννάει αυγά, θηλαστικό του κονγκό, θηλαστικό της αφρικής, καρχαρίασ θηλαστικό, πιγκουίνοσ θηλαστικό, πρωτεύον θηλαστικό, μεγαλύτερο θηλαστικό, δελφίνι θηλαστικό, έχιδνα θηλαστικό, φάλαινα θηλαστικό