lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: θρέψη

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
feeding, nourishment, nutrition
θρέψη
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
jídlo, napájení, pokrm, potrava, strava, stravování, vyživování, výživa
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ernährung, essen, fütterung, nahrungsmittel, nähren, speise, unterhaltung
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
ernæring, forplejning, næring
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
alimentación, alimento, nutrición
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
alimentation, fruitarisme, hippophagie, nourriture, nutrition, omophagie, sustentation
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
alimentazione, alimento, nutrimento
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ernæring, forpleining, næring
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
питание
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
ежа, кармленне, пажытак, спажыва, спажытак, страва, харч, харчаванне, харчы
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
hrana
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
etetés, táplálás, táplálék
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
maistas, mityba
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alimento, comida, nutrifica, sustento
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
hrana
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
výživa
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
аліменти, борт, відправлення, годування, годувати, годуватися, доставка, дошка, дієта, живлення, колегія, комітет, нагодувати, поставити, поставка, поставляти, постачання, постачати, правління, провізія, продовольство, рада, управління, утримання, харчування, харчувати, харчуйтеся, їжа
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
odżywianie, żywienie

Σχετικές λέξεις

θρέψη - λίπανση φυλλοβόλων οπωροφόρων δένδρων, θρέψη μαμαλάκης, θρέψη των φυτών, θρέψη βλεφαρίδων, θρέψη μαλλιών, θρέψη ελιάς, θρέψη ορισμός, θρέψη του δέρματος, κακή θρέψη, παρεντερική θρέψη