lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ιατρός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
doctor, medic, physician, specialist
ιατρός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
doktor, lékař, lékařka
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
arzt, doktor, ärztin
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
doktor, lege, læge
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
doctor, médico
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
auriste, docteur, doctoresse, externe, mire, médecin, pédiatre, toubib
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dottore, medico
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
doktor, lege
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
врач, доктор, лекарь
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
doktor, läkare
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mjek
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лекар, лекарка
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
доктар, урач
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
arstima, doktor
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lääkäri
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
liječnik
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
doktor, orvos
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
daktaras, gydytojas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
doutor, escriba, facultativo, médico
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
doctor
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
doktor, zdravnica, zdravnik
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
lekár
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
доктор, докторе, лікар, терапевт
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
doktor, lekarz

Σχετικές λέξεις

ιατρός εργασίας ειδικοτητα, ιατρός εργασίας, ιατρός κλινικός γενετιστής, γιατρός παπαγεωργίου, ιατρός εργασίας νομοθεσία, ιατρός εργασία, ιατρός διατροφολόγος, ιατρός βελονιστής, ιατρός ποδολόγος, ιατρός πρωκτολόγος