lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποφασίζω στα ισπανικά

Λέξη:
αποφασίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ισπανικά
Μεταφράσεις (21):
acordar, arbitrar, atropellar, calificar, decidir, decidirse, definir, delinear, describir, designar, desplantar, determinar, encarecer, engrandecer, exagerar, fijar, formular, precisar, prejuzgar, quedar, resolver
Σχετικές λέξεις:
ισπανικά αποφασίζω, αποφασίζω συνώνυμο, αποφασίζω συνώνυμα, αποφασίζω ετυμολογία, αποφασίζω english, αποφασίζω στα ισπανικά, acordar στα ελληνικά
αποφασίζω στα ισπανικά