lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βλάπτω στα ισπανικά

Λέξη:
βλάπτω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ισπανικά
Μεταφράσεις (18):
agraviar, agravio, damnificar, dañar, daño, daľo, deterioro, detrimento, entuerto, herida, injusticia, lesión, mal, malo, menoscabar, perjudicar, perjuicio, sinrazón
Σχετικές λέξεις:
ισπανικά βλάπτω, ρήμα βλάπτω, βλάπτω συνώνυμο, βλάπτω στα αγγλικά, βλάπτω παρακείμενοσ αρχαία, βλάπτω παρακείμενος, βλάπτω στα ισπανικά, agraviar στα ελληνικά
βλάπτω στα ισπανικά