διάμετρος στα αγγλικά διάμετρος στα τσεχική διάμετρος στα γερμανικά διάμετρος στα δανική διάμετρος στα γαλλικά διάμετρος στα ιταλικά διάμετρος στα νορβηγικά διάμετρος στα ρωσικά διάμετρος στα σουηδικά διάμετρος στα αλβανικά διάμετρος στα λευκορωσίας διάμετρος στα εσθονική διάμετρος στα φινλανδικά διάμετρος στα ουγγρική διάμετρος στα λιθουανική διάμετρος στα πορτογαλικά διάμετρος στα σλοβακική διάμετρος στα ουκρανικά διάμετρος στα πολωνική
πολύτιμος λίθος χοντρός λιγνός κατανάλωση καυσίμου δανείζω συνώνυμο