lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιδοκιμάζω στα ισπανικά

Λέξη:
επιδοκιμάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ισπανικά
Μεταφράσεις (15):
aceptar, adoptar, alabar, aplaudir, aprobar, confesar, confirmar, declarar, glorificar, loar, percibir, ratificar, reconocer, sancionar, validar
Σχετικές λέξεις:
ισπανικά επιδοκιμάζω, επιδοκιμάζω συνώνυμο, επιδοκιμάζω σημασια, επιδοκιμάζω προταση, επιδοκιμάζω ορισμός, επιδοκιμάζω λεξικο, επιδοκιμάζω στα ισπανικά, aceptar στα ελληνικά
επιδοκιμάζω στα ισπανικά