lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καπνίζω στα ισπανικά

Λέξη:
καπνίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ισπανικά
Μεταφράσεις (17):
abrasar, abrasarse, acecinar, arder, asar, cocer, encender, escocer, fumar, humear, humo, incendiarse, picar, quemadura, quemar, quemarse, tostar
Σχετικές λέξεις:
ισπανικά καπνίζω, καπνίζω τα τσιγάρα μου, καπνίζω πούρα για σενανε χαμουρα, καπνίζω ονειροκρίτης, καπνίζω μπάφους και παίζω προ, καπνίζω μαύρο, καπνίζω στα ισπανικά, abrasar στα ελληνικά
καπνίζω στα ισπανικά