lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

έδαφος στα ιταλικά

Λέξη:
έδαφος (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (32):
ampiezza, area, base, campagna, campo, continente, contrada, distesa, fondale, fondamento, fondello, fondo, gente, mondo, motivo, paese, pavimento, piedistallo, raggio, ragione, regione, sfondo, sottofondo, spazio, substrato, suolo, terra, terreno, terrestre, territorio, zoccolo, zona
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά έδαφος, έδαφοσ συνώνυμα, έδαφοσ σαντορίνησ, έδαφος υπέδαφος, έδαφος του στόματος, έδαφος στο ρώγο του, έδαφος στα ιταλικά, ampiezza στα ελληνικά
έδαφος στα ιταλικά