lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανόητος στα ιταλικά

Λέξη:
ανόητος (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (12):
assurdo, balordo, dissennato, idiota, insensato, insulso, melenso, ridicolo, scemo, sciocco, stolto, stupido
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά ανόητος, παλαιό ανόητος, ανόητος συνώνυμα, ανόητος στα αρχαία, ανόητος στα αγγλικά, ανόητος αγγλικά, ανόητος στα ιταλικά, assurdo στα ελληνικά
ανόητος στα ιταλικά