lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βασανίζω στα ιταλικά

Λέξη:
βασανίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (13):
affannare, affaticare, affaticarsi, importunare, martirizzare, molestare, seccare, stancare, stancarsi, straziare, tormentare, torturare, vessare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά βασανίζω, βασανίζω στα ιταλικά, affannare στα ελληνικά
βασανίζω στα ιταλικά