lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δηλητηριάζω στα ιταλικά

Λέξη:
δηλητηριάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (3):
avvelenare, intossicare, intossicarsi
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά δηλητηριάζω, δηλητηριάζω στα ιταλικά, avvelenare στα ελληνικά
δηλητηριάζω στα ιταλικά