lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διευρύνω στα ιταλικά

Λέξη:
διευρύνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (8):
allargare, ampliare, allungare, amplificare, dilatare, estendere, stendere, accrescere
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά διευρύνω, διεύρυνση βικιλεξικο, διευρύνω συνώνυμο, διευρύνω στα αγγλικά, διευρύνω μεταφραση, διευρύνω λεξικο, διευρύνω στα ιταλικά, allargare στα ελληνικά
διευρύνω στα ιταλικά