lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δύναμη στα ιταλικά

Λέξη:
δύναμη (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (16):
animo, autorevolezza, autorità, costringere, dominio, egemonia, energia, forza, forzare, nerbo, nervo, padronanza, potenza, potere, vigore, violenza
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά δύναμη, δύναμη ψυχής, δύναμη πολιτών μαραθώνα, δύναμη πολιτών ηράκλειο, δύναμη πολιτών, δύναμη ελπίδας, δύναμη στα ιταλικά, animo στα ελληνικά
δύναμη στα ιταλικά