lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιβλέπω στα ιταλικά

Λέξη:
επιβλέπω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (7):
sorvegliare, vigilare, controllare, esaminare, ispezionare, padroneggiare, verificare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά επιβλέπω, προβλέπω συνώνυμα, επιβλέπω αόριστοσ, επιβλέπω translation, επιβάλλω συνωνυμα, επιβάλλω στα αγγλικά, επιβλέπω στα ιταλικά, sorvegliare στα ελληνικά
επιβλέπω στα ιταλικά