lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιδεξιότητα στα ιταλικά

Λέξη:
επιδεξιότητα (Αριθμός των γραμμάτων: 12)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (15):
abilità, accortezza, bravura, competenza, destrezza, efficienza, esercitazione, indirizzo, maestranza, maestria, perizia, pratica, recapito, scaltrezza, trucco
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά επιδεξιότητα, επιδεξιότητα συνώνυμα, επιδεξιότητα ορισμός, επιδεξιότητα με τουσ ανθρώπουσ, επιδεξιότητα με το ποντίκι, επιδεξιότητα στα ιταλικά, abilità στα ελληνικά
επιδεξιότητα στα ιταλικά