lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιδοκιμάζω στα ιταλικά

Λέξη:
επιδοκιμάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (12):
accreditare, ammettere, approvare, avvalorare, concedere, confermare, elogiare, glorificare, omologare, ratificare, riconoscere, varare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά επιδοκιμάζω, επιδοκιμάζω συνώνυμο, επιδοκιμάζω σημασια, επιδοκιμάζω προταση, επιδοκιμάζω ορισμός, επιδοκιμάζω λεξικο, επιδοκιμάζω στα ιταλικά, accreditare στα ελληνικά
επιδοκιμάζω στα ιταλικά