lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ικανότητα στα ιταλικά

Λέξη:
ικανότητα (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (23):
abilitazione, abilità, accortezza, attitudine, bravura, capacità, capienza, competenza, destrezza, efficienza, esercitazione, facoltà, idoneità, indirizzo, maestranza, maestria, perizia, pratica, qualifica, qualificazione, recapito, scaltrezza, trucco
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά ικανότητα, ικανότητα συνώνυμο, ικανότητα συγκέντρωσης, ικανότητα πρόσκτησης εσωτερικής γνώσης, ικανότητα προς δικαιοπραξία, ικανότητα δικαιοπραξίας, ικανότητα στα ιταλικά, abilitazione στα ελληνικά
ικανότητα στα ιταλικά