lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καθυστερώ στα ιταλικά

Λέξη:
καθυστερώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (18):
arrestare, conservare, dilatare, esitare, fermare, fermarsi, indugiare, mantenere, posticipare, ritardare, ritardo, ritenere, smettere, sostare, tardare, temporeggiare, tentennare, trattenere
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά καθυστερώ, καθυστερώ συνώνυμο, καθυστερώ συνώνυμα, καθυστερώ στα αγγλικα, καθυστερώ μεταφραση, καθυστερώ αγγλικα, καθυστερώ στα ιταλικά, arrestare στα ελληνικά
καθυστερώ στα ιταλικά