lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καπνίζω στα ιταλικά

Λέξη:
καπνίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (8):
fumare, fumo, ardere, bruciare, bruciatura, scottare, ustione, affumicare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά καπνίζω, καπνίζω τα τσιγάρα μου, καπνίζω πούρα για σενανε χαμουρα, καπνίζω ονειροκρίτης, καπνίζω μπάφους και παίζω προ, καπνίζω μαύρο, καπνίζω στα ιταλικά, fumare στα ελληνικά
καπνίζω στα ιταλικά