lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κατοικώ στα ιταλικά

Λέξη:
κατοικώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (8):
abitare, alloggiare, campare, dimorare, esistere, risiedere, stare, vivere
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά κατοικώ, κατοικώ συνώνυμα, κατοικώ στα αγγλικά, κατοικώ ετυμολογία, κατοικώ στα ιταλικά, abitare στα ελληνικά
κατοικώ στα ιταλικά