lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λιώνω στα ιταλικά

Λέξη:
λιώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (12):
affogare, annegare, disgelare, dissolvere, fondere, liquefare, liquefarsi, risolvere, sciogliere, sciogliersi, sgelare, struggere
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά λιώνω, λιώνω και το ξερεις, λιώνω και δεν παλιωνω, λιώνω για σένα στίχοι, λιώνω για σένα, λιώνω ή λειώνω, λιώνω στα ιταλικά, affogare στα ελληνικά
λιώνω στα ιταλικά