lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πορτοφόλι στα ιταλικά

Λέξη:
πορτοφόλι (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (9):
borsellino, portafoglio, portamonete, astuccio, borsa, marsupio, sacca, sacco, sacchetto
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά πορτοφόλι, πορτοφόλι ονειροκρίτης, πορτοφόλι γυναικείο, πορτοφόλι ανδρικό, πορτοφόλι louis vuitton, πορτοφόλι kem, πορτοφόλι στα ιταλικά, borsellino στα ελληνικά
πορτοφόλι στα ιταλικά