lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ράγισμα στα ιταλικά

Λέξη:
ράγισμα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (20):
abboccatura, apertura, asola, crepa, crepaccio, crepare, crepatura, fenditura, feritoia, fessura, frattura, graffio, incrinatura, rottura, scoppiare, scoppio, spaccatura, spiraglio, squarcio, strappo
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά ράγισμα, ράγισμα στα πλευρά, ράγισμα ποδιού, ράγισμα πλευρών, ράγισμα πλευρού, ράγισμα οστού, ράγισμα στα ιταλικά, abboccatura στα ελληνικά
ράγισμα στα ιταλικά