lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χρησιμοποιώ στα ιταλικά

Λέξη:
χρησιμοποιώ (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (24):
adoperare, amministrare, applicare, approfittare, beneficiare, beneficio, convenienza, favore, giovamento, godimento, guadagno, impiegare, pratica, profittare, profitto, sfruttare, tornaconto, usare, uso, usufruire, utile, utilizzare, utilizzazione, vantaggio
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά χρησιμοποιώ, χρησιμοποιώ συνώνυμα, χρησιμοποιώ στα αγγλικά, χρησιμοποιώ προστακτική, χρησιμοποιώ λεξικό, χρησιμοποιώ κλίση, χρησιμοποιώ στα ιταλικά, adoperare στα ελληνικά
χρησιμοποιώ στα ιταλικά