lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χτύπημα στα ιταλικά

Λέξη:
χτύπημα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (24):
attacco, avventare, battere, battito, battuta, botta, bussata, colpo, getto, impatto, influsso, lanciare, lancio, percossa, picchio, proiezione, scagliare, schianto, scontro, scossa, shock, tiro, tratto, urto
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά χτύπημα, χτύπημα σόντερς, χτύπημα στο πόδι, χτύπημα στο πλευρό, χτύπημα στο πίσω μέρος του κεφαλιού, χτύπημα στο νύχι, χτύπημα στα ιταλικά, attacco στα ελληνικά
χτύπημα στα ιταλικά