lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: κάψουλα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
capsule
κάψουλα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
kapsle, tobolka
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kapsel
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
kapsel
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cápsula
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
capsule
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cachet, capsula
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kapsel
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
капсула
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kapsel
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
капсула
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kapsel
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kapseli, kotelo
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
kapszula
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cápsula
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
capsulă
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
капсула
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
kapsuła, kapsułka

Σχετικές λέξεις

κάψουλα nespresso, κάψουλα λεπτού εντέρου, κάψουλα ese, κάψουλα fish oil, κάψουλα άνθρακα, κάψουλα nespresso επαναγεμιζόμενη, κάψουλα κυανίου, κάψουλα βιταμίνης ε, κάψουλα προβιοτικών, κάψουλα μαστίχας