lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: κίνητρο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
encouragement, impetus, impulse, incentive, inducement, invitation, oestrum, prod, sign, spur, stimulant, stimulus
κίνητρο
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
bodec, dráždidlo, impulz, nutkání, osten, pobídka, pobídkový, pobídnutí, podnět, podpora, pohnutka, popud, povzbuzení, stimul, stimulátor, vzpruha
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anregung, anreiz, ansporn, anstoß, antrieb, aufmunterung, ermunterung, ermutigung, impuls, reiz, sporn, stachel, stimulation
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
impuls, stimulans, tilstrømning
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
animación, espuela, estimulante, estímulo, impulsión, impulso, incentivo, nervio
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aiguillon, encouragement, impulsion, stimulant, stimulation
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
impulso, incentivo, incoraggiamento, stimolo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
impuls, stimulans
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
возбудитель, импульс, ободрение, побуждение, поощрение, раздражитель, стимул, толчок
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
impuls, sporre, stimulans
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
стымул
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
ajend
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
heräte, kannustus, kiihoke, vaikute
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
biztatás, buzdítás, inger, ösztönzés
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acicate, arranco, estimulante, estímulo, impulso, incentivo
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
stimul
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мотив, мотивація, поштовх, підбурювання, спонука, спонукання, стимул, штовхан, імпульс
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
bodziec, zachęta

Σχετικές λέξεις

κίνητρο απόδοσης, κίνητρο συνωνυμο, κίνητρο για διάβασμα, κίνητρο επίτευξης στόχων, κίνητρο στην εκπαίδευση, κίνητρο επίτευξησ δημοσιονομικών στόχων, κίνητρο απόδοσης 2011, κίνητρο απόδοσησ εκπαιδευτικών, κίνητρο επίτευξης, κίνητρο βιβλιοπωλείο κέρκυρα