lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: καλαφατίζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
caulk
καλαφατίζω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
těsnit, ucpat, utěsnit, utěsňovat
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sellar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
calfater, calfeutrer, étancher
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
конопатить, уплотнить
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förtäta, packa, täta
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tilkitä
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
uszczelnić